- ρωθώνιον
- τὸ, Μ [ῥώθων, -ωνος]1. (ως υποκορ. τού ῥώθων) ράμφος πτηνού2. μτφ. η μύτη υποδήματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρουθούνι — το / ῥουθούνι, ΝΜ, και αρθούνι Ν, και ῥουθοῡνιν και ἀρθοῡνιν Μ καθένα από τα δύο ελλειψοειδή ανοίγματα στο κάτω μέρος τής μύτης (α. «τα δυο του τα ρουθούνια ξερνούν αντάρα και φωτιά» β. «καὶ τζίκνα γέμισαν πολλὴν τ ἀρθούνια μου στὴν στράταν»,… … Dictionary of Greek